στηρικτικός

στηρικτικός
στηρ-ικτικός, ή, όν,
A stationary, of planetary phases, Procl.Hyp.5.87.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στηρικτικός — ή, ό / στηρικτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στηρίζω] νεοελλ. κατάλληλος για στήριξη, αυτός που χρησιμεύει για στήριξη («στηρικτικά όργανα») μσν. σαφής, καταφανής («Ἀναστασίου μοναχοῡ... διηγήματα ψυχωφελῆ καὶ στηρικτικά γενόμενα ἐν διαφόροις τόποις», Αναστ.… …   Dictionary of Greek

  • στηρικτικῶν — στηρικτικός stationary fem gen pl στηρικτικός stationary masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηρικτικόν — στηρικτικός stationary masc acc sg στηρικτικός stationary neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηρικτική — στηρικτικός stationary fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηρικτικήν — στηρικτικός stationary fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που …   Dictionary of Greek

  • σκληρέγχυμα — (Βιολ.). Στερεωτικός ιστός των αναπτυγμένων φυτικών μορίων, που αντιστοιχεί περίπου με το σκελετό των ζώων. Αποτελείται από νεκρά κύτταρα με παχύτατα τριχώματα και περισσότερο αποξυλωμένα ή από κύτταρα ισοδιαμετρικά, αλλά πάντοτε προσεγχυματικής… …   Dictionary of Greek

  • στηρικτός — ή, όν, Α [στηρίζω] 1. σταθερός, ασάλευτος («ἄκραις στηρικταῑς», Ύμν. Ίσ.) 2. στηρικτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”